- μαραυγώ
- μαραυγῶ, -έω (Α)θαμπώνομαι από το πολύ φως, σκοτίζομαι, θαμπώνουν τα μάτια μου («αἱ ἐν τοῑς ὄμμασιν αὐτοῡ κόραι... δοκοῡσι... μαραυγεῑν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο ρ., τού οποίου το β' συνθετικό εμφανίζεται και στα σκι-αυγῶ, χρυσ-αυγῶ (βλ. λ. αὐγή). Το α' συνθετικό συνδέεται πιθ. με το επίθ. μαρμάρεος (I) (πρβλ. μαρμάρεαι αὐγαί) ή το ρ. μαρμαίρω* «αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ»].
Dictionary of Greek. 2013.